χασμώδης — ῶδες, Α [χάσμη] 1. αυτός που χασμουριέται διαρκώς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χασμῶδες α) συνεχές χασμουρητό β) διαρκής νωθρότητα 3. φρ. «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων» γραμμ. χασμωδία (Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek
χασμώδη — χασμώδης always yawning neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χασμώδης always yawning masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χασμώδης always yawning masc/fem acc sg (attic epic doric) χασμωδέω write verses that have hiatus pres imperat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασμῶδες — χασμώδης always yawning masc/fem voc sg χασμώδης always yawning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασμώδεις — χασμώδης always yawning masc/fem acc pl χασμώδης always yawning masc/fem nom/voc pl (attic epic) χασμωδέω write verses that have hiatus imperf ind act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασμώδους — χασμώδης always yawning masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασμωδία — η, ΝΜ [χασμώδης] γραμμ. κακόηχη συνάντηση φωνηέντων σε επάλληλες συλλαβές στο μέσον λέξης ή σε συνεκφορά, που δυσχεραίνει τη γοργή και απρόσκοπτη ροή τού λόγου νεοελλ. μτφ. κενό, διακοπή τής συνέχειας ή τής ροής, κυρίως κατά την εκτέλεση μουσικού … Dictionary of Greek
χασμωδώ — έω, Μ [χασμώδης] γράφω στίχους ή συνθέτω ποίημα όπου παρατηρούνται χασμωδίες … Dictionary of Greek